- Κορσικανός
- ο, θηλ. -ήο κάτοικος τής Κορσικής ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. Corsicano].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορσικανός — ο θηλ. ή 1. ο μόνιμος κάτοικος της Κορσικής ή ο καταγόμενος από αυτή. 2. προσωνύμιο του Μ. Ναπολέοντα λόγω της καταγωγής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορσικανικός — ή, ό [Κορσικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κορσική ή στον Κορσικανό («κορσικανική γλώσσα») … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek